Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας
Ολυμπιακός Βοτανικός Κήπος
Artemisia absinthium L.
Αψιθιά, Πισιδιά, Αγριαψιθιά, πέλινο, Λεβιδόχορτο, Μελιτίνη, Μυρμηγκοβότανο
Absinthium, Wormwood, Green Ginger, Grand Wormwood
Absinthe, Grand Absinthe
Gemeiner Wermut, Bitterer Beifuss
Πολυετές, ορθόκλαδο, φρυγανώδες, φαρμακευτικό φυτό με αργυρόχρουν πίλημα, με ιδιάζουσα βαρεία οσμή και άφθονο αιθέριο έλαιο, κυρίως στα φύλλα και στα άκρα των ανθοφόρων κλάδων. Απαντάται σε χέρσους, πετρώδεις τόπους της Βόρειας Ελλάδος. Το όνομα «Αρτεμισία» το πήρε από την θεά Άρτεμη, σε αναγνώριση των πολύτιμων ιδιοτήτων της. Ο Διοσκουρίδης (40-90 μ.χ.) την πρότεινε ως αφέψημα και ως έκχυμα κατά της ανορεξίας και των ίκτερων, ενώ ο Θεσσαλός (1ος αιώνας μ.χ.) και ο Γαληνός (129-199 μ.χ.) την χρησιμοποιούσαν κατά της ελονοσίας.
Perennial, straight-branched, woody, medicinal plant with silvery pubescence, with characteristic heavy odor and ample quantities of essential oil, mainly in the leaves and the tops of flowering stems. It is found in infertile, rocky areas of Northern Greece. The name “Artemisia” is related to goddess Artemis, in order to acknowledge the valuable properties of the plant. Dioscourides (40-90 A.D.), describes it as brew and infusion against lack of appetite and jaundice, while Thessalus (1st century A.D.) and Galen (129-199 A.D.), used it against malaria.